κακοδικια

κακοδικια
    κακοδικία
    κᾰκο-δῐκία
    ἥ неправосудное решение, неправедный суд Plat.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κακοδικια" в других словарях:

  • κακοδικία — κακοδικίᾱ , κακοδικία corruption of justice fem nom/voc/acc dual κακοδικίᾱ , κακοδικία corruption of justice fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοδικία — Πρόκληση ζημίας από δικαστικούς λειτουργούς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους λόγω δόλου, βαριάς αμέλειας ή αρνησιδικίας. Σχετικά προβλέπεται από το άρθρο 99 του Συντάγματος το ειδικό δικαστήριο αγωγών κ. Το δικαστήριο συγκροτείται από τον… …   Dictionary of Greek

  • κακοδικία — η δικαστική απόφαση αντίθετη προς το δίκαιο και τους νόμους, άδικη κρίση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακοδικίας — κακοδικίᾱς , κακοδικία corruption of justice fem acc pl κακοδικίᾱς , κακοδικία corruption of justice fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»